- καλλίπηχυν
- καλλίπηχυςbeautifulmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλλίπηχυς — καλλίπηχυς, υ (Α) 1. αυτός που έχει ωραίους βραχίονες 2. (για βραχίονα) ωραίος («καλλίπηχυν Ἕκτορος βραχίονα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πηχυς (< πῆχυς «βραχίων») πρβλ. αγλαό πηχυς, λευκό πηχυς] … Dictionary of Greek